βαστάξει

βαστάξει
βαστάζω
lift up
aor subj act 3rd sg (epic)
βαστάζω
lift up
fut ind mid 2nd sg
βαστάζω
lift up
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αβάσταχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν μπορεί να βαστάξει κανείς, πολύ βαρύς: Το φορτίο αυτό ήταν αβάσταχτο για τους ώμους του. 2. ανυπόφορος: Οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι. 3. ασυγκράτητος: Αβάσταχτος πια χύθηκε στη μάχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανταγιάντιστος — η, ο (λ. τουρκ.), εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να νταγιαντίσει, να βαστάξει, ανυπόφορος: Ανταγιάντιστο καημό έχει για το παιδί που έχασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανυπόφορος — ανυπόφορος, η, ο και ανυπόφερτος, η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να υποφέρει, να βαστάξει, αβάσταχτος: Τις τελευταίες μέρες η ζέστη έχει γίνει ανυπόφορη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασταχτός — ή, ό αντιθ. αβάσταχτος αυτός που μπορεί να τον σηκώσει κανείς στα χέρια, να τον βαστάξει: Βασταχτό τον έβαλαν στη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φόρτωμα — το, ατος 1. φόρτωση, φόρτιση: Το φόρτωμα του πλοίου. 2. φορτίο, φόρτος, ποσότητα πραγμάτων που μπορεί να βαστάξει και να μεταφέρει ένα ζώο: Αγόρασα ένα φόρτωμα κάρβουνα. 3. μτφ., οικονομικό βάρος, ενοχλητικό βάρος, ενόχληση: Έχει όλους τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”